-
1 ῥυπτικός
A fit for cleansing from dirt,ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a
; - κὴ δύναμις detergent, Gal.10.565: c. gen., ῥ. τοῦ φάρυγγος cleansing or clearing the throat, Arist.Pr. 903b29, cf. Pl.Ti. 65d, Thphr.CP6.1.3: but c. gen. objecti, ῥ. ξηρότητος fit for cleaning it off, Arist.Sens. 443a1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυπτικός
См. также в других словарях:
ρυπτικός — ή, ό / ῥυπτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.) αρχ. καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» το καθάρσιο, Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek